ItalianoGreco


fiammàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [fjamˈmato]

1 φλογώδης
2 πορφυρός
3 πορφυρένιος
4 άλικος
5 πορφυρόχρους
6 κατακόκκινος
7 ιριδίζων
8 βαθυκόκκινος
9 ολοκόκκινος
10 καταπόρφυρος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---