fièle
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈfjɛle]
1 αίσθημα βαθύ κακεντρέχειας
2 σκασίλα
3 μνησικακία
4 μοχθηρία
5 πικάρισμα
6 πίκρα
7 κηκίδα
8 χολή
9 πικρότητα
10 εμπάθεια
11 βαρυγκώμια
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈfjɛle]
1 αίσθημα βαθύ κακεντρέχειας
2 σκασίλα
3 μνησικακία
4 μοχθηρία
5 πικάρισμα
6 πίκρα
7 κηκίδα
8 χολή
9 πικρότητα
10 εμπάθεια
11 βαρυγκώμια
permalink
fiele (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android