ItalianoGreco


fienagióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fjenaˈʤone]

1 εποχή θημωνιάσματος
2 εποχή κοπής και δεματιάσματος χόρτου ζωοτροφής
3 θημώνιασμα
4 κοπή χόρτου
5 δεμάτιασμα σε μπάλες σανού


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---