ItalianoGreco


filettatrìce  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [filettaˈtriʧe]

1 βιδολόγος
2 μηχανή κατασκευής σπειρώματος βιδών
3 αυτός που κάνει σπείρωμα βιδώματος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---