ItalianoGreco


finanziàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [finanˈtsjare]

1 γίνομαι υποστηρικτής προσπάθειας
2 πληρώνω κόστος διαφημιζόμενος
3 προικίζω
4 χρηματοδοτώ
5 καταβάλλω τα χρήματα επένδυσης
6 υποστηρίζω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---