ItalianoGreco


fìne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfine]

ο σκοπός, ο στόχος

fìne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfine]

το τέλος

fìne  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈfine]

1 λεπτός (-ή, -ό)
2 (raffinato) ραφινάτος (-η, -ο)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


alla fin fine = εν τέλει || in fin dei conti = στο κάτω κάτω



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---