ItalianoGreco


fioccàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [fjokˈkare]

1 βρέχει
2 πέφτουν σαν βροχή ή χτυπήματα ή διαμαρτυρίες
3 χιονίζει
4 πέφτω σε νιφάδες
5 ρίχνω χιόνι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---