ItalianoGreco


fissàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [fisˈsare]

1 (rendere stabile) στερεώνω
2 (determinare) ορίζω
3 (guardare) κοιτάζω
4 (data, ora) κανονίζω
5 (prenotare) κλείνω

fissarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [fisˈsarsi]

1 πατώ πόδι
2 επιμένω
3 παραμένω
4 μένω ακλόνητος στη γνώμη μου
5 εγκαθίσταμαι μόνιμα
6 κανονίζω
7 προσηλώνομαι σε κάτι
8 σταθεροποιούμαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---