fissàto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [fisˈsato]
1 φανατικός άνθρωπος
2 άτομο που έχει έμμονη ιδέα
3 άτομο που του έχει κολλήσει κάτι στο μυαλό
fissàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [fisˈsato]
1 εμπεδωμένος
2 μόνιμος
3 ιδιότροπος
4 πάγιος
5 σταθερός
6 στερεωμένος
7 κανονισμένος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [fisˈsato]
1 φανατικός άνθρωπος
2 άτομο που έχει έμμονη ιδέα
3 άτομο που του έχει κολλήσει κάτι στο μυαλό
fissàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [fisˈsato]
1 εμπεδωμένος
2 μόνιμος
3 ιδιότροπος
4 πάγιος
5 σταθερός
6 στερεωμένος
7 κανονισμένος
permalink
fissato (ουσ αρσ )
fissato (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android