ItalianoGreco


fiùto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfjuto]

1 κλίση
2 καλή όσφρηση
3 ταλέντο
4 ροπή
5 μύρισμα
6 όσφρηση
7 ίχνος μυρουδιάς ζώου
8 μυρουδιά


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


tabacco [αρσ.] da fiuto = ο ταμπάκος



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---