flagèllo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [flaˈʤɛllo]
1 τιμωρία
2 όλεθρος
3 μαστίγιο πρωτόζωου
4 αφθονία
5 αιτία μεγάλης οδύνης
6 μαστίγιο
7 μάστιγα
8 βούρδουλας
9 φραγγέλιο
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [flaˈʤɛllo]
1 τιμωρία
2 όλεθρος
3 μαστίγιο πρωτόζωου
4 αφθονία
5 αιτία μεγάλης οδύνης
6 μαστίγιο
7 μάστιγα
8 βούρδουλας
9 φραγγέλιο
permalink
flagello (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android