ItalianoGreco


flautàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [flawˈtato]

1 γλυκός
2 μελωδικός
3 μαλακός και μουσικός
4 όμοιος με φλάουτο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---