flèbile
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈflɛbile]
1 θρηνητικός
2 αδυνατισμένος
3 μελαγχολικός
4 λυπητερός
5 εξασθενημένος
6 αδύνατος
7 αδύναμος
8 ευπαθής
9 ασθενής
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈflɛbile]
1 θρηνητικός
2 αδυνατισμένος
3 μελαγχολικός
4 λυπητερός
5 εξασθενημένος
6 αδύνατος
7 αδύναμος
8 ευπαθής
9 ασθενής
permalink
flebile (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android