ItalianoGreco


focolàre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fokoˈlare]

1 οικογενειακή εστία
2 τζάκι
3 εστία
4 φούρνος
5 σπίτι
6 χώρος κοντά στο τζάκι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---