ItalianoGreco


focomèlico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fokoˈmɛliko]

άτομο που κατά τη γέννησή του έχει μικρά ή καθόλου μέλη

focomèlico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [fokoˈmɛliko]

ο της φωκομελίας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---