ItalianoGreco


forasièpe  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,foraˈsjɛpe]

1 τρυποφράκτης (πουλί)
2 τρωγλοδύτης (πουλί)
3 τρυποκάρυδος (πουλί)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---