ItalianoGreco


foratóio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [foraˈtojo]

1 ζουμπάς (εργαλείο)
2 εργαλείο πριτσινιών
3 τρυπάνι
4 τρυπητήρι
5 διατρητική μηχανή


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---