ItalianoGreco


formicàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [formiˈkajo]

1 μυρμηγκότρυπα
2 μυρμηγκιά
3 μυρμηγκοφωλιά
4 αμέτρητο πλήθος
5 μυριάδες
6 μεγάλη συνάθροιση ανθρώπων


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---