ItalianoGreco


fornitùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [forniˈtura]

1 ανεφοδιασμός
2 εφοδιασμός
3 εξαρτήματα
4 εφόδια
5 αποστολή εφοδίων με ένα φορτίο
6 εξοπλισμός
7 προμήθεια


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---