ItalianoGreco


fórra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈforra]

1 στενό πέρασμα φαραγγιού
2 ρεματιά
3 φαράγγι
4 λαγκαδιά
5 χαράδρα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---