Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


frizióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fritˈtsjone]

1 η συμπλέκτης
2 (sfregamento) η τριβή
3 auto το ντεμπραγιάζ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fritto frizzante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

friggere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
frigorifero (αρσ. επίθ και ουσ)
frittata (θηλ.ουσ)
frittella (θηλ.ουσ)
fritto (αρσ. επίθ και ουσ)
frizione (θηλ.ουσ)
frizzante (αρσ. επίθ και ουσ)
frode (θηλ.ουσ)
frontale (επίθ.)
fronte (ουσ αρσ )
fronte (θηλ.ουσ)
frontiera (θηλ.ουσ)
frugare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
frullato (ουσ αρσ )
frullatore (ουσ αρσ )
frusta (θηλ.ουσ)
frutta (θηλ. ουσ πληθ.)
fruttiera (θηλ.ουσ)
fruttivendolo (ουσ αρσ )
frutto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---