Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


frizzànte  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [fridˈdzante], [fritˈtsante]

αεριούχος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  frizione frode  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

frigorifero (αρσ. επίθ και ουσ)
frittata (θηλ.ουσ)
frittella (θηλ.ουσ)
fritto (αρσ. επίθ και ουσ)
frizione (θηλ.ουσ)
frizzante (αρσ. επίθ και ουσ)
frode (θηλ.ουσ)
frontale (επίθ.)
fronte (ουσ αρσ )
fronte (θηλ.ουσ)
frontiera (θηλ.ουσ)
frugare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
frullato (ουσ αρσ )
frullatore (ουσ αρσ )
frusta (θηλ.ουσ)
frutta (θηλ. ουσ πληθ.)
fruttiera (θηλ.ουσ)
fruttivendolo (ουσ αρσ )
frutto (ουσ αρσ )
fucile (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---