Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fuòri  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈfwɔri]

έξω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fuoco fuoribordo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


all'infuori = εκτός από || chiamarsi fuori = πάω πάσο || essere fuori di sé = είμαι έξω φρενών | είμαι εκτός εαυτού || fare fuori qualcuno = βάζω απ' τη μέση κανέναν || fuori mano = μακρυά || fuori pasto = το κολατσιό || fuori pericolo = εκτός κινδύνου || fuori servizio = εκτός λειτουργία || fuori stagione = εκτός εποχής || saltare fuori = (apparire) ξεπετάγομαι | (essere trovato) βγαίνω στην επιφάνεια || sbattere fuori = πετώ έξω


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

funivia (θηλ.ουσ)
funzionare (ρ.αμτβ.)
funzionario (ουσ αρσ )
funzione (θηλ.ουσ)
fuoco (ουσ αρσ )
fuori (επίρ.)
fuoribordo (αρσ. επίθ και ουσ)
fuorigioco (ουσ αρσ )
furbo (αρσ. επίθ και ουσ)
furgone (ουσ αρσ )
furia (θηλ.ουσ)
furibondo (επίθ.)
furto (ουσ αρσ )
fusa (θηλ. ουσ πληθ.)
fuseaux (ουσ αρσ πληθ.)
fusibile (ουσ αρσ )
fuso (ουσ αρσ )
fustino (ουσ αρσ )
fusto (ουσ αρσ )
futuro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---