Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fùrbo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfurbo]

πονηρός (-ή, -ό), πανούργος (-ή, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fuorigioco furgone  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fare il furbo = κάνω τον έξυπνο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

funzione (θηλ.ουσ)
fuoco (ουσ αρσ )
fuori (επίρ.)
fuoribordo (αρσ. επίθ και ουσ)
fuorigioco (ουσ αρσ )
furbo (αρσ. επίθ και ουσ)
furgone (ουσ αρσ )
furia (θηλ.ουσ)
furibondo (επίθ.)
furto (ουσ αρσ )
fusa (θηλ. ουσ πληθ.)
fuseaux (ουσ αρσ πληθ.)
fusibile (ουσ αρσ )
fuso (ουσ αρσ )
fustino (ουσ αρσ )
fusto (ουσ αρσ )
futuro (ουσ αρσ )
futuro (επίθ.)
gabardine (ουσ αρσ και θηλ.)
gabbamondo (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---