Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gagliardìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [gaʎʎarˈdia]

1 θαλερότητα
2 ζωτικότητα
3 ζωντάνια
4 παλικαριά
5 σφρίγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gagliardetto gagliardo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gagate (θηλ.ουσ)
gaggia (θηλ.ουσ)
gagliarda (θηλ.ουσ)
gagliardamente (επίρ.)
gagliardetto (ουσ αρσ )
gagliardia (θηλ.ουσ)
gagliardo (επίθ.)
gaglioffaggine (θηλ.ουσ)
gagliofferia (θηλ.ουσ)
gaglioffo (ουσ αρσ )
gagnolare (ρ.αμτβ.)
gagnolio (ουσ αρσ )
gaiamente (επίρ.)
gaiezza (θηλ.ουσ)
gaio (επίθ.)
gala (θηλ.ουσ)
galante (επίθ.)
galanteria (θηλ.ουσ)
galantina (θηλ.ουσ)
galantomismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---