Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


galleggiànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [galledˈʤante]

1 σημαντήρ
2 σημαντήρας
3 πλωτήρας
4 τσαμαδούρα
5 φελλός διχτυού
6 ναύδετο
7 βάρκα χωρίς καρίνα για γέφυρα
8 μαούνα
9 σημαδούρα
10 σκάφος

galleggiànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [galledˈʤante]

1 πλόιμος
2 πλεύσιμος
3 πλέων
4 αβύθιστος
5 ακαταπόντιστος
6 επιπλέων
7 επιθαλάσσιος
8 πλωτός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  galleggiamento galleggiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

galla (θηλ.ουσ)
gallare (ρ. μτβ.)
gallato (επίθ.)
galleggiabilità (θηλ.ουσ)
galleggiamento (ουσ αρσ )
galleggiante (ουσ αρσ )
galleggiante (επίθ.)
galleggiare (ρ.αμτβ.)
galleria (θηλ.ουσ)
galleria (θηλ.ουσ)
gallerista (ουσ αρσ και θηλ.)
Galles (ουσ αρσ )
gallese (ουσ αρσ )
gallese (επίθ.)
galletta (θηλ.ουσ)
galletto (ουσ αρσ )
Gallia (κύρ.όν. θηλ.)
gallicanismo (ουσ αρσ )
gallicano (επίθ.)
gallicismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---