ItalianoGreco


gazzàrra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [gadˈdzarra]

1 οχλαγωγία
2 κοσμοχαλασιά
3 καλαμπαλίκι
4 πανζουρλισμός
5 νταβαντούρι
6 πανδαιμόνιο
7 οχλοβοή
8 ντόρος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---