gazzettìno
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [gaddzetˈtino]
1 διαδοσίας
2 τοπικό δελτίο ειδήσεων (περιφερειακού σταθμού)
3 εφημεριδούλα
4 τοπική εφημερίδα
5 διασπορέας ειδήσεων
6 στήλη ανακοινώσεων
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [gaddzetˈtino]
1 διαδοσίας
2 τοπικό δελτίο ειδήσεων (περιφερειακού σταθμού)
3 εφημεριδούλα
4 τοπική εφημερίδα
5 διασπορέας ειδήσεων
6 στήλη ανακοινώσεων
permalink
gazzettino (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android