ItalianoGreco


gèmere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈʤɛmere]

1 ολολύζω
2 τρίζω
3 οδύρομαι
4 ολοφύρομαι
5 διαρρέω
6 βογκώ
7 ουρλιάζω
8 στενάζω
9 θρηνώ
10 έχω διαρροή
11 κατολοφύρομαι
12 θρηνολογώ
13 μοιρολογώ
14 σταλάζω
15 στάζω
16 διαβρέχομαι
17 παραπονιέμαι
18 βαριαναστενάζω
19 λυπούμαι πολύ

gèmere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʤɛmere]

1 βγάζω υγρασία
2 βγάζω υγρό (πληγή)
3 στάζω σιγά μέσα από πληγή
4 κυλώ
5 σταλάζω
6 στάζω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---