ItalianoGreco


giógo, giògo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʤogo], [ˈʤɔgo]

1 ζυγός υποτέλειας
2 οροσειρά
3 ζεύγλα
4 ορεινό πέρασμα
5 δοκός (ζυγαριάς)
6 ζυγός για ζώα
7 ζευκτήρ


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z