ItalianoGreco


giocosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʤokosiˈta]

1 κέφι
2 χιουμοριστική διάθεση
3 όρεξη για παιχνίδια
4 διασκέδαση
5 ευθυμία
6 φαιδρότητα
7 χαρά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z