ItalianoGreco


giravòlta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,ʤiraˈvɔlta]

1 μεταβολή
2 ξαφνική αλλαγή
3 απότομη στροφή
4 αλλαγή κατεύθυνσης
5 πλήρης στροφή
6 γυροβολιά
7 γύρος
8 φουρκέτα (στροφή)
9 στροφή 180 μοιρών


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z