girèlla
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ʤiˈrɛlla]
1 άνθρωπος που πηγαίνει όπου φυσάει ο άνεμος
2 οπορτουνιστής
3 αποστάτης
4 καιροσκόπος
5 τροχαλία
6 σύσπαστο
7 άρθρωση περιστροφής
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ʤiˈrɛlla]
1 άνθρωπος που πηγαίνει όπου φυσάει ο άνεμος
2 οπορτουνιστής
3 αποστάτης
4 καιροσκόπος
5 τροχαλία
6 σύσπαστο
7 άρθρωση περιστροφής
permalink
girella (ουσ αρσ και θηλ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android