ItalianoGreco


giròvago  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤiˈrɔvago]

1 αλήτης
2 γυρολόγος
3 πλανόδιος
4 μικροπωλητής
5 πλανόδιος έμπορος
6 πραματευτής
7 πλάνης

giròvago  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʤiˈrɔvago]

1 περιοδεύων
2 περιπλανώμενος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z