godiménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [godiˈmento]
1 απόλαυση
2 τέρψη
3 διασκέδαση
4 ηδονή
5 κυριότητα (νομικά)
6 αναψυχή
7 χαρά
8 ευχαρίστηση
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [godiˈmento]
1 απόλαυση
2 τέρψη
3 διασκέδαση
4 ηδονή
5 κυριότητα (νομικά)
6 αναψυχή
7 χαρά
8 ευχαρίστηση
permalink
godimento (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android