ItalianoGreco


goffàggine  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [gofˈfadʤine]

1 ατεχνία
2 σκαιότητα
3 απειροτεχνία
4 γκάφα
5 ατζαμοσύνη
6 άστοχη παρατήρηση
7 αδεξιότητα
8 αγαρμποσύνη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---