ItalianoGreco


gracchìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [grakˈkio]

1 κράξιμο
2 σκούξιμο
3 κρωγμός
4 κρώξιμο
5 ρέκασμα
6 πτηνό Pyrrhocorax pyrrhocorax της οικογένειας του κόρακα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---