graduazióne
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [graduatˈtsjone]
1 αξιολόγηση
2 βαθμολογημένη κλίμακα
3 βαθμοθεσία
4 ανιούσα σειρά αξιών
5 διαβάθμιση
6 αναβαθμός
7 βαθμολόγηση
8 διαβάθμιση οργάνου ποσότητας
9 βαθμολογία
10 βαθμοθέτηση
11 βαθμονόμηση
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [graduatˈtsjone]
1 αξιολόγηση
2 βαθμολογημένη κλίμακα
3 βαθμοθεσία
4 ανιούσα σειρά αξιών
5 διαβάθμιση
6 αναβαθμός
7 βαθμολόγηση
8 διαβάθμιση οργάνου ποσότητας
9 βαθμολογία
10 βαθμοθέτηση
11 βαθμονόμηση
permalink
graduazione (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android