ItalianoGreco


grafèma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [graˈfɛma]

1 ψηφίο συστήματος γραφής
2 τάξη αλλογραφημάτων σε δεδομένο σύστημα που αναπαριστούν δοθέν φώνημα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---