ItalianoGreco


gràfico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgrafiko]

1 (schema) η γραφική παράσταση
2 (disegnatore) ο γραφίστας

gràfico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈgrafiko]

1 γραφικός
2 ειδυλλιακός
3 παραστατικός
4 διαγραμματικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---