gràmola
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈgramola]
1 σκαφίδι ζυμώματος
2 ζυμωτήριο
3 μηχανή ζυμώματος
4 μηχανή που κοπανάνε το λινάρι
5 σκάφη
6 μηχανή διαχωρισμού (κλωστοϋφαντουργίας)
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈgramola]
1 σκαφίδι ζυμώματος
2 ζυμωτήριο
3 μηχανή ζυμώματος
4 μηχανή που κοπανάνε το λινάρι
5 σκάφη
6 μηχανή διαχωρισμού (κλωστοϋφαντουργίας)
permalink
gramola (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android