gràngia
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈgranʤa]
1 αχερώνας
2 αχούρι
3 αχυρώνας
4 μοναστήρι με αγροτικές καλλιεργούμενες εκτάσεις
5 αγρόκτημα
6 αποθήκη αγροτική
7 παράγκα
8 αποθήκη
9 φάρμα
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈgranʤa]
1 αχερώνας
2 αχούρι
3 αχυρώνας
4 μοναστήρι με αγροτικές καλλιεργούμενες εκτάσεις
5 αγρόκτημα
6 αποθήκη αγροτική
7 παράγκα
8 αποθήκη
9 φάρμα
permalink
grangia (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android