ItalianoGreco


grattatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [grattaˈtura]

1 γδάρσιμο
2 ξυσμένο υλικό
3 ξύσιμο
4 γρατσουνιά
5 γρατσούνισμα
6 ξυσιματιά
7 ξυσιά
8 ξέσις
9 αμυχή
10 ξύση
11 εκδορά
12 απόξεση
13 ξυσμένο (τυρί)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---