ItalianoGreco


grisàglia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [griˈzaʎʎa]

στυλ ζωγραφικής σε γυαλί με αποχρώσεις μόνο του γκρι (που δίνει εντύπωση ανάγλυφου)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---