ItalianoGreco


grisou  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [griˈzu]

εκρηκτικό αέριο ορυχείου (μεθάνιο) (χρησιμοποίησε καλύτερα το grisu)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---