gròppa
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈgrɔppa]
1 κωλομέρια (ειρωνικά)
2 στρογγυλεμένη κορυφή βουνού
3 ράχη (ανθρώπου)
4 καπούλια τετραπόδου
5 κρέας μεταξύ στρογγυλού και ουράς
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈgrɔppa]
1 κωλομέρια (ειρωνικά)
2 στρογγυλεμένη κορυφή βουνού
3 ράχη (ανθρώπου)
4 καπούλια τετραπόδου
5 κρέας μεταξύ στρογγυλού και ουράς
permalink
groppa (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android