grossézza
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [grosˈsettsa]
1 τραχύτητα
2 φάρδος
3 εύρος
4 χοντράδα
5 αγένεια
6 χοντροκοπιά
7 πυκνότητα (υγρού)
8 πάχος
9 μέγεθος
10 πλάτος
11 μπούγιο
12 διάμετρος (κυλίνδρου)
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [grosˈsettsa]
1 τραχύτητα
2 φάρδος
3 εύρος
4 χοντράδα
5 αγένεια
6 χοντροκοπιά
7 πυκνότητα (υγρού)
8 πάχος
9 μέγεθος
10 πλάτος
11 μπούγιο
12 διάμετρος (κυλίνδρου)
permalink
grossezza (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android