ItalianoGreco


grottésco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [grotˈtesko]

1 τέρας
2 φρικιό

grottésco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [grotˈtesko]

1 αλλόκοτος
2 γελοίος
3 παράξενος
4 αφύσικος
5 απρόσμενος
6 πρωτόγονος
7 γκροτέσκος
8 ανάρμοστος
9 πομπώδης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---