ItalianoGreco


grossolanità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [grossolaniˈta]

1 χυδαιότητα
2 βαναυσότητα
3 τραχύτητα
4 κακογουστιά
5 ποταπότητα
6 αγένεια
7 σκληράδα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---