guarnitùra
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [gwarniˈtura]
1 γαρνιτούρα
2 οπλισμός
3 διακόσμηση
4 ξάρτια
5 εξάρτυση
6 σκευή
7 άρμενα
8 γαρνίρισμα
9 αρματωσιά πλοίου
10 εξάρτιση
11 αρματωσιά
12 εξοπλισμός
13 εφοδιασμός
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [gwarniˈtura]
1 γαρνιτούρα
2 οπλισμός
3 διακόσμηση
4 ξάρτια
5 εξάρτυση
6 σκευή
7 άρμενα
8 γαρνίρισμα
9 αρματωσιά πλοίου
10 εξάρτιση
11 αρματωσιά
12 εξοπλισμός
13 εφοδιασμός
permalink
guarnitura (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android